Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Η παγίωση του κομματικού κράτους


Άρθρο του αντιπρόεδρου της Ομοσπονδίας Συλλόγων υπ. Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ΟΣΥΠΕΣΔΔΑ), μέλους της ΕΝΑΠ (ΙΑ εκπαιδευτικής σειράς), Γιώργου Γιούλου, σχετικά με το σύστημα επιλογής προϊσταμένων:

Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην έντονη κριτική που του έχει ασκηθεί για τις μεταβατικές διατάξεις του συστήματος επιλογής προϊσταμένων στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις οποίες ο κάθε υπουργός επιλέγει προϊσταμένους της αρεσκείας του, αντιπαραθέτει την προσωρινότητα αυτών των επιλογών και την άμεση εφαρμογή του κανονικού, "πάγιου", συστήματος επιλογής προϊσταμένων.

Αναγνωρίζει, δηλαδή, και σιωπηρά παραδέχεται τις στρεβλώσεις, τον προβληματικό χαρακτήρα και τις εγγενείς αδικίες του προσωρινού συστήματος, αλλά τις αποδέχεται και αδιαφορεί, καθώς αναμένει ότι η εφαρμογή του πάγιου συστήματος θα επιφέρει μια κάποια ισορροπία και τη σχετική λήθη στην ευνοιοκρατία και τις αδικίες του μεταβατικού συστήματος.

Το πάγιο σύστημα στηρίζεται σε δύο σταθερές εμμονές της δημόσιας διοίκησης και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα. Η μία είναι θετικά φορτισμένη: η γραπτή εξέταση. Και η άλλη αρνητικά: η συνέντευξη. Η γραπτή εξέταση εμφανίζεται ως το πιο αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία φίλτρο κατάταξης καθώς σε αυτήν αποκρυσταλλώνεται το καθολικό αίτημα των πολιτών για ισονομία και αντικειμενικότητα, ενώ, αντίθετα, η συνέντευξη συνδέεται σχεδόν πάντα, και όχι άδικα, με την υποκειμενικότητα, την ευνοιοκρατία και το πελατειακό σύστημα.

Στη γραπτή εξέταση, ως φίλτρο κατάταξης, μπορεί αρχικά να ασκηθεί η ίδια κριτική που ασκήθηκε από τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και στη μοριοδότηση των τυπικών προσόντων του προηγούμενου συστήματος του Ν. 3839/2010. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι είναι ένα στατικό φίλτρο που δεν μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε ουσιαστικά τον υπάλληλο, το σύνολο των γνώσεων, των στάσεων και των εμπειριών του, ως "ανθρώπινο κεφάλαιο", ενώ παράλληλα δεν μας δείχνει τίποτα για την ικανότητα και την καταλληλότητα του εξεταζόμενου να αναλάβει θέση ευθύνης.

Στην πραγματικότητα μας δείχνει ποιος, σε μια συγκεκριμένη στιγμή και μέσα σε περιορισμένο χρόνο, απάντησε σωστά στις περισσότερες απαντήσεις πολλαπλών επιλογών και τίποτα περισσότερο. Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια άσχετη προς την ουσία της διαδικασίας «αντικειμενικότητα», με τεράστιο διοικητικό και οικονομικό κόστος, η οποία προσπαθεί να αντλήσει απεγνωσμένα πρόσθετη νομιμοποίηση στην ενεργό συμμετοχή του ενδιαφερομένου (και των σχετικών φροντιστηρίων).

Η συνέντευξη, από την άλλη, αποτελεί την πιο υποκειμενική και χειραγωγήσιμη μέθοδο για τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων. Υποκειμενική, γιατί εμπεριέχει τις κοινωνικές νόρμες, τα στερεότυπα και τις ιδιαίτερες αξίες και αντιλήψεις των μελών της επιτροπής συνέντευξης, οι οποίες, κατά κανόνα πριμοδοτούν την ομοιότητα και καταδικάζουν τη διαφορετικότητα. Χειραγωγήσιμη, γιατί εμπεριέχει τις σχέσεις εξάρτησης, συνδιαλλαγής, πολιτικής προέλευσης και υποταγής, οι οποίες σε συνδυασμό με τις προσωπικές φιλοδοξίες των μελών των σχετικών επιτροπών, δημιουργούν εύφορο έδαφος για την προώθηση συγκεκριμένων (αρεστών) υποψηφίων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι στο «πάγιο» σύστημα για τις θέσεις της διοικητικής πυραμίδας που χαρακτηρίζονται από υψηλό κύρος, εξουσία και απολαβές (Γενικοί Διευθυντές), η βαρύτητα της "συνέντευξης" είναι υπερδιπλάσια της γραπτής εξέτασης (70% έναντι 30% αντίστοιχα). Στις αμέσως επόμενες θέσεις (Διευθυντές) η βαρύτητα της συνέντευξης είναι επίσης στο 60% έναντι 40% της γραπτής εξέτασης.

Έτσι κάθε αναφορά εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας στην αποκατάσταση των αδικιών του μεταβατικού συστήματος επιλογής προϊσταμένων μέσω του «παγίου» συστήματος είναι τουλάχιστον ατυχής και παραπλανητική, καθώς, με άλλοθι μια υποβαθμισμένη και άσχετη «αντικειμενική» διαδικασία, γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί η εισαγωγή πρακτικών και μεθοδεύσεων που δημιουργούν μια ακόμη μεγαλύτερη δομική αδικία.

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι το «πάγιο» σύστημα επιλογής προϊσταμένων στο Δημόσιο έχει σχεδιαστεί για να αποκρυσταλλώσει τον συγκεκριμένο πολιτικο-διοικητικό συσχετισμό δυνάμεων και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί μεταρρυθμιστική πολιτική προσανατολισμένη στο μέλλον. Είναι στην πραγματικότητα ένα σύστημα με τεράστιο κόστος τόσο για τη δημόσια διοίκηση όσο και για τους πολίτες, το οποίο είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί από τον διοικητικό χάρτη μόλις ο σημερινός πολιτικός συσχετισμός τροποποιηθεί έστω και στο ελάχιστο.